- ἰάχημα
- ἰᾰχ-ημα, ατος, τό,A cry, shout: hissing of a serpent, E.HF884 (lyr., pl.); sound of an instrument,
ῥόπτρων AP6.165
(Phalaec.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥόπτρων AP6.165
(Phalaec.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιάχημα — ἰάχημα, τὸ (Α) [ιαχώ] 1. κραυγή, βοή 2. το σφύριγμα τού φιδιού («ὄφεων ἰαχήμασι», Ευρ.) 3. ήχος οργάνου … Dictionary of Greek
ἰαχήμασι — ἰάχημα cry neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαχήματα — ἰάχημα cry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)